ΘΕΣΜΟΙ
Η Αγορά της Αθήνας ήταν η καρδιά του αθηναϊκού κράτους. Οι κυριότερες εργασίες που σχετίζονταν με τη διοίκηση λάμβαναν χώρα αλλού, στην Πνύκα, όπου συνεδρίαζε η εκκλησία του δήμου και από τον 4ο αι. π.Χ. στο Θέατρο του Διονύσου. Ο χώρος της Αγοράς στέγαζε τις διοικητικές δραστηριότητες του αθηναϊκού κράτους: η βουλή και τα αρχεία του κράτους στεγάζονταν στο Βουλευτήριο και το παρακείμενο Μητρώο. Παρά το γεγονός ότι η βουλή συνεδρίαζε συχνά (όσο το επέτρεπαν οι θρησκευτικές απαγορεύσεις), οι εξουσίες των εκλεγμένων με κλήρο αντιπροσώπων δεν ήταν ιδιαίτερα διευρυμένες. Την εξουσία ασκούσαν οι πρυτάνεις, δηλ. το σώμα των 50 βουλευτών από κάθε φυλή που αναλάμβαναν περιοδικά τη διοίκηση. Οι πρυτάνεις στεγάζονταν και σιτίζονταν στη Θόλο, όπου εκτελούσαν και τις εργασίες τους.
 
Στην καρδιά της Αγοράς βρισκόταν το Νομισματοκοπείο, όπου κόβονταν τα νομίσματα της πόλης. Εκεί φυλάσσονταν οι παναθηναϊκοί αμφορείς και το λάδι που δίδονταν, μαζί με άλλα έπαθλα, στους νικητές των Παναθηναίων. Τελευταίο και σημαντικότερο: στο χώρο της Αγοράς, σε διάφορα σημεία, αναρτώνταν τα σημαντικά ψηφίσματα, οι αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου και της βουλής, ειδήσεις για τις δραστηριότητες των φυλών, στρατιωτικές διαταγές και νομοθετήματα.
 
Πάνω από 7.500 χιλιάδες επιγραφές έχουν βρεθεί στην Αγορά της Αθήνας. Οι περισσότερες αφορούν νόμους, συνθήκες της πόλης με άλλα κράτη, τιμητικά ψηφίσματα για ιδιώτες και συμμαχικές πόλεις, οικοδομικές επιγραφές, καταλόγους σκευών από τα ιερά, τους οποίους συνέτασσαν οι θησαυροφύλακες (και για τους οποίους έδιναν λόγο στις αρχές), και πολλά άλλα.
 
Ένα από τα μέτρα που πήρε η αθηναϊκή δημοκρατία για να προστατευτεί από την τυραννία ήταν ο οστρακισμός, δηλ. ο εξορισμός για 10 έτη ενός επιφανούς Αθηναίου που επέλεγε ο δήμος. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι το μέτρο αυτό αποσκοπούσε στο να τεθεί φραγμός στο δρόμο προς την τυραννία του Ιππάρχου, γιου του Χάρμου και εγγονού του Ιππία από τη μεριά της κόρης του. Ο Ίππαρχος, προφανώς επειδή το 510 π.Χ. ήταν ανήλικος (κάτω των 30), δεν εξορίστηκε μαζί με τους υπόλοιπους Πεισιστρατίδες, αλλά παρέμεινε στην πόλη. Γύρω του συσπειρώθηκαν οι οπαδοί των τυράννων. Κατόρθωσε μάλιστα να εκλεγεί επώνυμος άρχων το 496 π.Χ. Τελικά εξοστρακίστηκε το 488/487 π.Χ. Δεν επέστρεψε στην πόλη το 480 π.Χ., όταν ανακλήθηκαν οι εξόριστοι, επειδή προφανώς είχε καταφύγει στην αυλή του Ξέρξη, όπως είχε κάνει προηγουμένως και ο παππούς του, και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο.
 
Η απόσταση των 20 ετών μεταξύ της σύλληψης του μέτρου και της πρώτης εφαρμογής του δημιουργεί το ερώτημα αν ο λόγος που αναφέρεται για τη θέσπισή του είναι σωστός. Σε κάθε περίπτωση, ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι αργότερα το μέτρο έχασε τη σημασία του, όταν εξορίστηκε ένας πολιτικός που δεν είχε βλέψεις στην τυραννία. Πρόκειται για τον Ξάνθιππο, τον πατέρα του Περικλή, που είχε συμμαχήσει με τους Αλκμεωνίδες συνάπτοντας γάμο με μια γυναίκα από το εν λόγω γένος. Στο πέρασμα του χρόνου, το μέτρο του οστρακισμού χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά από τους πολιτικούς ηγέτες των παρατάξεων της Αθήνας, όταν η πολιτική διαμάχη έφθανε σε τέτοια όξυνση, ώστε η απομάκρυνση ενός πρωταγωνιστή ήταν απαραίτητη για την άρση αδιεξόδων.
 
Το μέτρο πρόβλεπε τα εξής: ο δήμος συγκεντρωνόταν στην Αγορά, σε έναν ανοικτό χώρο που οριζόταν τελετουργικά από ένα σχοινί (περισχοίνισμα). Ψήφιζε αρχικά αν κατά το τρέχον έτος χρειαζόταν να τεθεί σε εφαρμογή το μέτρο του οστρακισμού. Οι ψήφοι ήταν θραύσματα από αγγεία, τα λεγόμενα όστρακα, στα οποία χαρασσόταν ή γραφόταν με μελάνι το όνομα του πολιτικού που ο κάθε Αθηναίος επιθυμούσε να εξοριστεί. Εκείνος που έπαιρνε τις πιο πολλές ψήφους έπρεπε μέσα σε 10 ημέρες να εγκαταλείψει την πόλη για 10 χρόνια, χωρίς όμως να στερηθεί τα πολιτικά και περιουσιακά του δικαιώματα εσαεί. Υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις για την εκλογική διαδικασία: είτε χρειάζονταν 6.000 ψήφοι προκειμένου αυτή να είναι έγκυρη είτε ο επικρατέστερος υποψήφιος έπρεπε να λάβει οπωσδήποτε 6.000 θετικές ψήφους. Η πρώτη άποψη θεωρείται ως η πιθανότερη από την πλειονότητα των ιστορικών. Εξάλλου, για ένα και μόνο πρόσωπο, σε μία και μόνο ψηφοφορία, έχουν βρεθεί 4.400 όστρακα, για το Μεγακλή Ιπποκράτους Αλωπεκήθεν (εξοστρακίστηκε το 487/486 π.Χ., όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης). Δεύτερος ακολουθεί με μεγάλη διαφορά ο Καλλίας Κρατίου Αλωπεκήθεν (700 όστρακα). Ίσως αυτός να είναι ο τρίτος οπαδός του τυραννικού κόμματος που εξορίστηκε, το όνομα του οποίου δεν αναφέρεται από τον Αριστοτέλη (486/485 π.Χ.).
 
Ο πολίτης που καταδικαζόταν σε οστρακισμό μπορούσε να διαμένει έξω από τα σύνορα της πόλης (πριν από τους Περσικούς πολέμους ακόμη και στη Σαλαμίνα, που δεν ήταν δήμος, αλλά αποτελούσε τμήμα του αθηναϊκού κράτους). Δημοφιλής τόπος ήταν η Ερέτρια.
 
Με βάση τη μαρτυρία του Πλουτάρχου, γίνονταν δύο καταμετρήσεις. Μία για το αν είχε επιτευχθεί ο αριθμός των 6.000 ψήφων και μία δεύτερη για το ποιος έπρεπε να οστρακιστεί. Αν η πρώτη συνθήκη δεν εκπληρωνόταν, τότε προφανώς δε γινόταν η δεύτερη καταμέτρηση και έτσι δε γινόταν γνωστό ποιος ήταν ο λιγότερο δημοφιλής πολιτικός.
 
Οι Αθηναίοι προσέρχονταν με τα όστρακά τους εγγεγραμμένα, όχι όμως εμφανή στους γύρω τους. Πιθανόν να τα κρατούσαν ανάμεσα στο δείκτη και το μέσο, κατακόρυφα, και με το άλλο χέρι να έκρυβαν την πλευρά που είχε γράμματα. Ας σημειωθεί πάντως ότι ορισμένα όστρακα έχουν γράμματα και από τις δύο πλευρές. Δεν ξέρουμε με ποιον τρόπο εξασφαλιζόταν ότι κάποιος δε διπλοψήφιζε ή ότι δεν έριχνε δύο όστρακα. Πιθανόν αστυνομική δύναμη να έλεγχε τους ψηφοφόρους εντός του περιτοιχίσματος. Ίσως το ρίσκο να μην άξιζε τον κόπο αν η αποκάλυψη της απάτης επέφερε βαριά τιμωρία.
 
Οι αρχαιολόγοι της Αθήνας έχουν βρει συνολικά 10.500 όστρακα, εκ των οποίων τα 9.000 στον Κεραμεικό (όπου παρασύρθηκαν προφανώς από τα νερά). Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα έχουν βρεθεί στην Αγορά, ενώ ένας αριθμός προέρχεται από την Ακρόπολη. Από αυτά 180 γράφουν το όνομα του Θεμιστοκλή και έχουν γραφεί από 14 συνολικά άτομα. Αυτά όμως δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ. Παλαιότερα πιστευόταν ότι αυτά τα όστρακα τα είχαν ετοιμάσει μέλη της παράταξης που ήταν αντίθετη στο Θεμιστοκλή. Στην πραγματικότητα, μάλλον υπάρχει μια πιο ταπεινή εξήγηση: οι εν λόγω 14 γραφείς ήταν μεροκαματιάρηδες που προσδοκούσαν ένα μικρό χρηματικό κέρδος από την πώληση των οστράκων στους αγράμματους ή σε αυτούς που δεν είχαν προμηθευτεί έγκαιρα όστρακα. Επειδή όμως ο Θεμιστοκλής τη χρονιά που έγινε η συγκεκριμένη παρτίδα (στα τέλη της δεκαετίας του 480 π.Χ.) «δεν είχε ζήτηση», τους ξέμειναν τα όστρακα, μαζί με λίγα άλλα που έγραφαν διαφορετικά ονόματα, και τα πέταξαν.
 
Χάρη στα ευρήματα από τον Κεραμεικό και την Αγορά γνωρίζουμε πολλά για τον οστρακισμό: πολλές φορές τα όστρακα που αναφέρουν διαφορετικά ονόματα προέρχονται από το ίδιο αγγείο, κάτι που δείχνει ότι χρησιμοποιήθηκαν στην ίδια χρονιά. Για παράδειγμα, όστρακα με το όνομα του Μεγακλή (εξορίστηκε το 487/486 π.Χ., ως μέλος του τυραννικού κόμματος) έχει βρεθεί ότι ανήκουν στο ίδιο αγγείο με όστρακα που αναφέρουν τον Αριστείδη Ξενοφίλου, τον Ιπποκράτη Αναξίλεω, το Θεμιστοκλή Νεοκλέους Φρεάρριο, τον Καλλικράτη Λαμπροκλέους (παντελώς άγνωστο κατά τα άλλα), τον Καλλία Κρατίου από την Αλωπεκή. Στη δεκαετία του 480 π.Χ. εξορίστηκαν επίσης ο Ξάνθιππος Αρίφρονος, πατέρας του Περικλή (484 π.Χ. – την ίδια χρονιά ψηφίστηκε και ο Θεμιστοκλής), ο Αριστείδης Λυσιμάχου, γνωστός και ως Αριστείδης ο «δίκαιος») (482 π.Χ. – την ίδια χρονιά ψηφίστηκαν ο Ιπποκράτης Αλκμεωνίδης, ο Θεμιστοκλής και ο Καλλίξενος Αριστωνύμου), στη δεκαετία του 470 π.Χ. ο Θεμιστοκλής, το 471 π.Χ. ο Καλλίας Διδυμίου, μεταξύ 471 π.Χ. και 461 π.Χ. ο Κίμων Μιλτιάδου. Άλλο γνωστό όνομα είναι ο Λέαγρος Γλαύκωνος. Το 442 π.Χ. ψηφίστηκαν και ο Περικλής Ξανθίππου και ο Θουκυδίδης Μιλησίου. Πολύ χιούμορ περιέχει η πληροφορία που διασώζει ύστερη πηγή, σύμφωνα με την οποία και ο ίδιος ο Κλεισθένης εξοστρακίστηκε. Προφανώς είναι λανθασμένη.
 
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε αρκετά όστρακα παρουσιάζονται και σχόλια εις βάρος των ψηφισθέντων: ύβρεις, κατηγορίες για μηδισμό, για θηλυπρέπεια, για αιμομιξία, καθώς και εικονογράφηση με την οποία οι ευφάνταστοι Αθηναίοι πλαισίωναν την ψήφο τους. Ένας μάλιστα, σε στιγμή απόγνωσης προφανώς, ψήφισε εναντίον του λιμού.
 
Η δικαστική δραστηριότητα που λάμβανε χώρα στην Αγορά αποτελεί και το σημαντικότερο παράγοντα της λειτουργίας της αθηναϊκής δημοκρατίας. Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη, οι ηλικιωμένοι κάτοικοι της πόλης παρουσιάζονται ως δικομανείς, που δεν έχουν άλλο στο νου τους παρά το πότε θα παρακαθήσουν ως δικαστές σε κάποιο δικαστήριο, προκειμένου να κερδίσουν και ένα διόλου ευκαταφρόνητο αντίτιμο. Η πληθώρα των δικαστηρίων του αθηναϊκού κράτους και το γεγονός ότι δεν υπήρχε οργανωμένο σώμα δικαστών, κατηγόρων ή συνηγόρων, αλλά ο κάθε πολίτης μπορούσε να βρεθεί σε κάποια από αυτές τις θέσεις, καθιστούν τη δικανική δραστηριότητα ένα εξαιρετικά κεντρικό στοιχείο του αθηναϊκού κράτους, ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. π.Χ., όταν οι πολιτικές διαμάχες κρίνονται πλέον στις δικαστικές αίθουσες, χάρη στη νομοθεσία της γραφής παρανόμων αλλά και το νόμο περί ατιμίας.
 
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της δικαστικής ζωής της Αθήνας αναφέρεται από τον Πλούταρχο και αποδίδεται στη νομοθεσία του Σόλωνα: η κατώτατη τάξη, αυτή των θητών, που δεν ήταν εκλόγιμη ούτε κατείχε έγγειο περιουσία, διατηρούσε το δικαίωμα να συμμετέχει στη σύνθεση των δικαστηρίων. Ίσως ο όρος να παρέμενε κενό γράμμα έως ότου ο Περικλής, θεσπίζοντας μισθό για τους δικαστές, πρόσφερε έναν επιπλέον λόγο στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα να συμμετέχουν ενεργά στην άσκηση της δικαστικής εξουσίας.
 
Τα δικαστήρια της Αθήνας ήταν πολυμελή: συνήθως τα σώματα των δικαστών απαρτίζονταν από 501, 1.001, 1.501, 2.001 δικαστές. Η Ηλιαία, το σημαντικότερο δικαστήριο της πόλης, λέγεται πως είχε δύναμη 6.000 δικαστών, δε συμμετείχαν όμως όλοι στην εκδίκαση όλων των υποθέσεων, παρά ορίζονταν οι εκάστοτε δικαστές με κλήρωση.
 
Η αρχαιολογική έρευνα έχει φέρει στο φως μια πληθώρα αντικειμένων που σχετίζονται με την άσκηση της δικαιοσύνης: πινάκια δικαστών, κλεψύδρες, δηλ. υδραυλικά ρολόγια με τα οποία ελεγχόταν ο χρόνος των αγορεύσεων, καθώς και ένα κληρωτήριο του 3ου αι. π.Χ., το οποίο χρησιμοποιούνταν για την κατανομή των δικαστών στα δικαστήρια, αλλά και για την επιλογή των αρχόντων.
 
Αντίθετα, η ταύτιση των δικαστηρίων που αναφέρονται στις περισσότερες από 300 φιλολογικές αναφορές που υπάρχουν στην αρχαία γραμματεία, όπου εκφωνήθηκαν σημαντικοί λόγοι από ρήτορες όπως ο Δημοσθένης, ο Αισχίνης, ο Λυσίας ή ο Ισαίος, είναι σχεδόν αδύνατη, λόγω των αρχιτεκτονικών ιδιαιτεροτήτων που περιμένουμε να παρουσιάζουν τα κτήρια αυτά.
 
Προκειμένου να στεγάσουν το πλήθος των δικαστών, τα δικαστήρια έπρεπε να βρίσκονται μέσα σε υψηλούς περίβολους, κατασκευές σχετικά απλές, που ενδεχομένως να συμπληρώνονταν εσωτερικά από μια σειρά στοών που περιέβαλλαν μεγάλες αυλές. Τέτοια κτίσματα έχουν ανασκαφεί στην Αγορά, όμως οι ταυτίσεις παραμένουν υποθετικές ή, στη χειρότερη των περιπτώσεων, έχουν αποδειχθεί λανθασμένες. Έτσι, για παράδειγμα, ο περίβολος που παλαιότερα ταυτιζόταν με την Ηλιαία σήμερα θεωρείται ότι στέγαζε το υπαίθριο ιερό του ήρωα Αιακού.
 
Μια σειρά κτηρίων που αναμφίβολα είχαν δικαστικό χαρακτήρα έχουν ανασκαφεί στο χώρο όπου αργότερα χτίστηκε η Στοά του Αττάλου. Πρόκειται για τα Κτήρια Α, B, C, D, E και το Τετράγωνο Περιστύλιο. Από την περιοχή όπου ανασκάφηκαν τα κατάλοιπά τους προέρχονται και τα περισσότερα ευρήματα τα σχετιζόμενα με την απόδοση της δικαιοσύνης, για τα οποία έγινε ήδη λόγος.
 
 
copyright © 2006, ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Το έργο «Ψηφιακή συλλογή Εικονικής Πραγματικότητας "Η αρχαία Αγορά της Αθήνας"» συγχρηματοδοτήθηκε σε ποσοστό 80% από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και κατά 20% από εθνικούς πόρους στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας» του Γ' ΚΠΣ.

HellasEuropean UnionInfosoc newInfosoc